估计 έννοια και προφορά

估计
Απλοποιημένη λέξη
估計
Παραδοσιακή λέξη

估计 ελληνικός ορισμός

gū jì

  • εκτίμηση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gū): εκτίμηση
  • (jì): μετρητής

Παραδείγματα ποινών με 估计

  • 我估计他们已经到了机场了。
    Wǒ gūjì tāmen yǐjīng dàole jīchǎngle.
  • 这只是我的估计,并不确定。
    Zhè zhǐshì wǒ de gūjì, bìng bù quèdìng.