伴侣 έννοια και προφορά

伴侣
Απλοποιημένη λέξη
伴侶
Παραδοσιακή λέξη

伴侣 ελληνικός ορισμός

bàn lv3

  • σύντροφος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (bàn): σύντροφος
  • (lǚ): σύντροφος