伶俐 έννοια και προφορά

伶俐
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

伶俐 ελληνικός ορισμός

líng lì

  • εξυπνος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (líng): ηθοποιός
  • (lì): λι