供给 έννοια και προφορά

供给
Απλοποιημένη λέξη
供給
Παραδοσιακή λέξη

供给 ελληνικός ορισμός

gōng jǐ

  • προμήθεια

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gōng): για
  • (gěi): δίνω