信任 έννοια και προφορά

信任
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

信任 ελληνικός ορισμός

xìn rèn

  • εμπιστοσύνη

HSK level


Χαρακτήρες

  • (xìn): γράμμα
  • (rèn): ρεν

Παραδείγματα ποινών με 信任

  • 这个人很实在,值得信任。
    Zhège rén hěn shízài, zhídé xìnrèn.
  • 由于他工作认真,因此得到了大家的信任。
    Yóuyú tā gōngzuò rènzhēn, yīncǐ dédàole dàjiā de xìnrèn.