偶然 έννοια και προφορά

偶然
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

偶然 ελληνικός ορισμός

ǒu rán

  • τυχαίος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (ǒu): εγώ
  • (rán): φυσικά