光明 έννοια και προφορά

光明
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

光明 ελληνικός ορισμός

guāng míng

  • λαμπρός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (guāng): φως
  • (míng): λαμπρός