免得 έννοια και προφορά

免得
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

免得 ελληνικός ορισμός

miǎn de

  • μήπως

HSK level


Χαρακτήρες

  • (miǎn): ελεύθερος
  • (dé): παίρνω