免疫 έννοια και προφορά

免疫
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

免疫 ελληνικός ορισμός

miǎn yì

  • ασυλία, ανοσία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (miǎn): ελεύθερος
  • (yì): επιδημία