免费 έννοια και προφορά

免费
Απλοποιημένη λέξη
免費
Παραδοσιακή λέξη

免费 ελληνικός ορισμός

miǎn fèi

  • ελεύθερος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (miǎn): ελεύθερος
  • (fèi): τέλη

Παραδείγματα ποινών με 免费

  • 在这家饭店吃饭,饮料免费。
    Zài zhè jiā fàndiàn chīfàn, yǐnliào miǎnfèi.