全部 έννοια και προφορά

全部
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

全部 ελληνικός ορισμός

quán bù

  • ολα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (quán): όλα
  • (bù): μονάδα

Παραδείγματα ποινών με 全部

  • 音乐就是我的全部。
    Yīnyuè jiùshì wǒ de quánbù.
  • 同学们全部都来了。
    Tóngxuémen quánbù dōu láile.