全面 έννοια και προφορά

全面
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

全面 ελληνικός ορισμός

quán miàn

  • περιεκτικός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (quán): όλα
  • (miàn): επιφάνεια