公主 έννοια και προφορά

公主
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

公主 ελληνικός ορισμός

gōng zhǔ

  • πριγκίπισσα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gōng): δημόσιο
  • (zhǔ): ο κύριος