公然 έννοια και προφορά

公然
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

公然 ελληνικός ορισμός

gōng rán

  • φανερά

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gōng): δημόσιο
  • (rán): φυσικά