共同 έννοια και προφορά

共同
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

共同 ελληνικός ορισμός

gòng tóng

  • κοινός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gòng): σύνολο
  • (tóng): με

Παραδείγματα ποινών με 共同

  • 我和我妻子有共同的理想和生活目标。
    Wǒ hé wǒ qīzi yǒu gòngtóng de lǐxiǎng hé shēnghuó mùbiāo.