兴奋
興奮
兴奋 ελληνικός ορισμός
xīng fèn
- ενθουσιασμένος
xīng fèn
- ενθουσιασμένος
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 兴奋
-
孩子们听说要去春游,都兴奋地跳了起来。
Háizi men tīng shuō yào qù chūnyóu, dōu xīngfèn de tiàole qǐlái.