内在 έννοια και προφορά

内在
Απλοποιημένη λέξη
內在
Παραδοσιακή λέξη

内在 ελληνικός ορισμός

nèi zài

  • εσωτερικός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (nèi): μέσα
  • (zài): σε