农历 έννοια και προφορά

农历
Απλοποιημένη λέξη
農曆
Παραδοσιακή λέξη

农历 ελληνικός ορισμός

nóng lì

  • σεληνιακό ημερολόγιο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (nóng): καλλιέργεια
  • (lì): ημερολόγιο