决定 έννοια και προφορά

决定
Απλοποιημένη λέξη
決定
Παραδοσιακή λέξη

决定 ελληνικός ορισμός

jué dìng

  • αποφασίζω

HSK level


Χαρακτήρες

  • (jué): αποφασίζω
  • (dìng): σειρά

Παραδείγματα ποινών με 决定

  • 这件事是经理决定的。
    Zhè jiàn shì shì jīnglǐ juédìng de.
  • 他已经做出了决定。
    Tā yǐjīng zuò chūle juédìng.
  • 我们决定明天去爬山。
    Wǒmen juédìng míngtiān qù páshān.