冷酷
                
                
                
                Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη
                
                
            冷酷 ελληνικός ορισμός
        
            lěng kù
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - σκληρός
lěng kù
- σκληρός
