冷静 έννοια και προφορά

冷静
Απλοποιημένη λέξη
冷靜
Παραδοσιακή λέξη

冷静 ελληνικός ορισμός

lěng jìng

  • ηρεμία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (lěng): κρύο
  • (jìng): ησυχια

Παραδείγματα ποινών με 冷静

  • 你别激动,先冷静一下。
    Nǐ bié jīdòng, xiān lěngjìng yīxià.
  • 你十分冷静地面对这个问题。
    Nǐ shífēn lěngjìng dì miàn duì zhège wèntí.