减少
減少
减少 ελληνικός ορισμός
jiǎn shǎo
- περικοπές
jiǎn shǎo
- περικοπές
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 减少
-
顾客减少了三分之一。
Gùkè jiǎnshǎole sān fēn zhī yī.