出差
出差 ελληνικός ορισμός
chū chāi
- επαγγελματικό ταξίδι
chū chāi
- επαγγελματικό ταξίδι
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 出差
-
爸爸已经出差一个多月了。
Bàba yǐjīng chūchāi yīgè duō yuèle.