出身 έννοια και προφορά

出身
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

出身 ελληνικός ορισμός

chū shēn

  • προέλευση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (chū): εξω
  • (shēn): σώμα