初级 έννοια και προφορά

初级
Απλοποιημένη λέξη
初級
Παραδοσιακή λέξη

初级 ελληνικός ορισμός

chū jí

  • πρωταρχικός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (chū): νωρίς
  • (jí): επίπεδο