刮风
刮風
刮风 ελληνικός ορισμός
guā fēng
- ανεμώδης
guā fēng
- ανεμώδης
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 刮风
-
今天刮风了,别骑自行车了。
Jīntiān guā fēngle, bié qí zìxíngchēle.