到处 έννοια και προφορά

到处
Απλοποιημένη λέξη
到處
Παραδοσιακή λέξη

到处 ελληνικός ορισμός

dào chù

  • παντού

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dào): προς το
  • (chù): θέση

Παραδείγματα ποινών με 到处

  • 公园里到处都是鲜花。
    Gōngyuán lǐ dàochù dōu shì xiānhuā.