刻苦 έννοια και προφορά

刻苦
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

刻苦 ελληνικός ορισμός

kè kǔ

  • σκληρή δουλειά

HSK level


Χαρακτήρες

  • (kè): σκαλιστός
  • (kǔ): πικρός