力求 έννοια και προφορά

力求
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

力求 ελληνικός ορισμός

lì qiú

  • μοχθώ για

HSK level


Χαρακτήρες

  • (lì): δύναμη
  • (qiú): επαιτεία