力量 έννοια και προφορά

力量
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

力量 ελληνικός ορισμός

lì liang

  • εξουσία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (lì): δύναμη
  • (liàng): το ποσό