功夫 έννοια και προφορά

功夫
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

功夫 ελληνικός ορισμός

gōng fu

  • προσπάθεια

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gōng): δουλειά
  • (fū): σύζυγος

Παραδείγματα ποινών με 功夫

  • 我最近在学习中国功夫。
    Wǒ zuìjìn zài xuéxí zhōngguó gōngfū.