务必 έννοια και προφορά

务必
Απλοποιημένη λέξη
務必
Παραδοσιακή λέξη

务必 ελληνικός ορισμός

wù bì

  • να είσαι σίγουρος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (wù): υπηρεσία
  • (bì): πρέπει