动力 έννοια και προφορά

动力
Απλοποιημένη λέξη
動力
Παραδοσιακή λέξη

动力 ελληνικός ορισμός

dòng lì

  • εξουσία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dòng): κίνηση
  • (lì): δύναμη