动手 έννοια και προφορά

动手
Απλοποιημένη λέξη
動手
Παραδοσιακή λέξη

动手 ελληνικός ορισμός

dòng shǒu

  • χέρια

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dòng): κίνηση
  • (shǒu): χέρι