动身 έννοια και προφορά

动身
Απλοποιημένη λέξη
動身
Παραδοσιακή λέξη

动身 ελληνικός ορισμός

dòng shēn

  • άδεια

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dòng): κίνηση
  • (shēn): σώμα