努力 έννοια και προφορά

努力
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

努力 ελληνικός ορισμός

nǔ lì

  • δούλεψε σκληρά

HSK level


Χαρακτήρες

  • (nǔ): νου
  • (lì): δύναμη

Παραδείγματα ποινών με 努力

  • 学生们学习很努力。
    Xuéshēngmen xuéxí hěn nǔlì.
  • 这个同学学习很认真,很努力。
    Zhège tóngxué xuéxí hěn rènzhēn, hěn nǔlì.
  • 努力是取得成功的保证。
    Nǔlì shì qǔdé chénggōng de bǎozhèng.
  • 你并不笨,只是需要更努力。
    Nǐ bìng bù bèn, zhǐshì xūyào gèng nǔlì.
  • 她很聪明,并且很努力。
    Tā hěn cōngmíng, bìngqiě hěn nǔlì.