包含 έννοια και προφορά

包含
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

包含 ελληνικός ορισμός

bāo hán

  • περιέχω

HSK level


Χαρακτήρες

  • (bāo): πακέτο
  • (hán): με