包庇 έννοια και προφορά

包庇
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

包庇 ελληνικός ορισμός

bāo bì

  • καταφύγιο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (bāo): πακέτο
  • (bì): καταφύγιο