包袱 έννοια και προφορά

包袱
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

包袱 ελληνικός ορισμός

bāo fu

  • βάρος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (bāo): πακέτο
  • (fú): δέσμη τυλιγμένη σε ύφασμα