原料 έννοια και προφορά

原料
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

原料 ελληνικός ορισμός

yuán liào

  • πρώτη ύλη

HSK level


Χαρακτήρες

  • (yuán): πρωτότυπο
  • (liào): υλικό