参与 έννοια και προφορά

参与
Απλοποιημένη λέξη
參與
Παραδοσιακή λέξη

参与 ελληνικός ορισμός

cān yù

  • συμμετέχω

HSK level


Χαρακτήρες

  • (cān): συμμετέχω
  • (yǔ): εναντίον