参观 έννοια και προφορά

参观
Απλοποιημένη λέξη
參觀
Παραδοσιακή λέξη

参观 ελληνικός ορισμός

cān guān

  • επίσκεψη

HSK level


Χαρακτήρες

  • (cān): συμμετέχω
  • (guān): θέα

Παραδείγματα ποινών με 参观

  • 我想周末去参观长城。
    Wǒ xiǎng zhōumò qù cānguān chángchéng.
  • 学校组织大家去长城参观。
    Xuéxiào zǔzhī dàjiā qù chángchéng cānguān.