反复
                
                
                
                Απλοποιημένη λέξη
                
                
            
                        反複
                    
                    
                        Παραδοσιακή λέξη
                    
                反复 ελληνικός ορισμός
        
            fǎn fù
            
                
                    
                
                
            
            
                
            
        
        
            
                
                - κατ 'επανάληψη
fǎn fù
- κατ 'επανάληψη
