取消 έννοια και προφορά

取消
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

取消 ελληνικός ορισμός

qǔ xiāo

  • ματαίωση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (qǔ): παίρνω
  • (xiāo): εξαλείφω