取缔 έννοια και προφορά

取缔
Απλοποιημένη λέξη
取締
Παραδοσιακή λέξη

取缔 ελληνικός ορισμός

qǔ dì

  • απαγόρευση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (qǔ): παίρνω
  • (dì): σύντροφος