只(量词)
只(量詞)
只(量词) ελληνικός ορισμός
zhǐ
- μόνο (ποσοτικοποιητής)
zhǐ
- μόνο (ποσοτικοποιητής)
HSK level
Χαρακτήρες
- 只 (zhǐ): μόνο