只好 έννοια και προφορά

只好
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

只好 ελληνικός ορισμός

zhǐ hǎo

  • επρεπε να

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zhǐ): μόνο
  • (hǎo): είναι καλό

Παραδείγματα ποινών με 只好

  • 雨下得太大了,我们只好留在家里。
    Yǔ xià dé tài dàle, wǒmen zhǐhǎo liú zài jiālǐ.