可怜 έννοια και προφορά

可怜
Απλοποιημένη λέξη
可憐
Παραδοσιακή λέξη

可怜 ελληνικός ορισμός

kě lián

  • αξιολύπητο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (kě): μπορώ
  • (lián): κρίμα

Παραδείγματα ποινών με 可怜

  • 这个小孩儿找不到家了,真可怜。
    Zhège xiǎo hái'ér zhǎo bù dàojiāle, zhēn kělián.