可爱 έννοια και προφορά

可爱
Απλοποιημένη λέξη
可愛
Παραδοσιακή λέξη

可爱 ελληνικός ορισμός

kě ài

  • ωραίος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (kě): μπορώ
  • (ài): αγάπη

Παραδείγματα ποινών με 可爱

  • 你的儿子真可爱。
    Nǐ de érzi zhēn kě'ài.
  • 妹妹是个活泼可爱的小女孩。
    Mèimei shìgè huópō kě'ài de xiǎo nǚhái.
  • 女儿的脸圆圆的,很可爱。
    Nǚ'ér de liǎn yuán yuán de, hěn kě'ài.