吃力 έννοια και προφορά

吃力
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

吃力 ελληνικός ορισμός

chī lì

  • κουραστικός

HSK level


Χαρακτήρες

  • (chī): τρώω
  • (lì): δύναμη